dwindle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας dwindle
γ΄ ενικό ενεστώτα dwindles
αόριστος dwindled
παθητική μετοχή dwindled
ενεργητική μετοχή dwindling

dwindle (en)