dysenterie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dysenterie | dysenteries |
dysenterie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η δυσεντερία