dépilation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dépilation | dépilations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dépilation (fr) θηλυκό
- η αποτρίχωση (η πράξη και το αποτέλεσμα)
ενικός | πληθυντικός |
dépilation | dépilations |
dépilation (fr) θηλυκό