αποτρίχωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποτρίχωση | οι | αποτριχώσεις |
γενική | της | αποτρίχωσης* | των | αποτριχώσεων |
αιτιατική | την | αποτρίχωση | τις | αποτριχώσεις |
κλητική | αποτρίχωση | αποτριχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτριχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτρίχωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀποτρίχωσις < ἀποτρίχω < (ελληνιστική κοινή) ἀπότριχος < ἀπό + αρχαία ελληνική θρίξ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική épilation) [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποτρίχωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτριχώνω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αποτριχώνω και τρίχα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτρίχωση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αποτρίχωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)