earthquake-proof
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- earthquake-proof < earthquake + -proof
Επίθετο[επεξεργασία]
earthquake-proof (en)
- που αντέχει στους σεισμούς, αντισεισμικός