earthquake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
earthquake | earthquakes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]earthquake (en)
- ο σεισμός
- ↪ The government promised full support to the earthquake victims.
- Η κυβέρνηση υποσχέθηκε αμέριστη υποστήριξη προς τους σεισμοπλήκτους.
- ↪ The government promised full support to the earthquake victims.