easygoing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
easygoing (en)
- (για ανθρώπους) άνετος, χαλαρός, χωρίς τυπικότητες
- (για ταξίδι ή βηματισμό) άνετος, χαλαρός, χωρίς βιασύνη