effervesce
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
effervesce (en)
- (για υγρά) αφρίζω (όταν βγαίνουν από ένα υγρό φυσαλίδες αερίου)
- (για αέρια) σχηματίζω φουσκάλες, φυσαλίδες καθώς βγαίνω από ένα υγρό
- (για πρόσωπα) είμαι στα κέφια μου