effervesce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

effervesce (en)

  1. (για υγρά) αφρίζω (όταν βγαίνουν από ένα υγρό φυσαλίδες αερίου)
  2. (για αέρια) σχηματίζω φουσκάλες, φυσαλίδες καθώς βγαίνω από ένα υγρό
  3. (για πρόσωπα) είμαι στα κέφια μου