effing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]effing (en)
Επίρρημα
[επεξεργασία]effing (en)
- ευφημισμός για το fucking και χρησιμοποιείται (όπως το fucking) για να δώσει έμφαση ο ομιλητής στη δήλωσή του
- are you effing kidding me??