eficaz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
eficaz | eficazes |
eficaz (pt) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
eficaz | eficazes |
eficaz (pt) αρσενικό ή θηλυκό