Μετάβαση στο περιεχόμενο

eks-

Από Βικιλεξικό

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Πρόθημα

[επεξεργασία]

eks- (eo)

  • πρόθημα που δηλώνει κάτι που δεν υπάρχει πλέον· τέως· πρώην

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Χρησιμοποιείται και «αυτόνομο»: eksa - τέως, πρώην