elaŭtiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

elaŭtiĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα elaŭtiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας elaŭtiĝas elaŭtiĝanta elaŭtiĝata
αόριστος elaŭtiĝis elaŭtiĝinta elaŭtiĝita
μέλλοντας elaŭtiĝos elaŭtiĝonta elaŭtiĝota
υποθετική elaŭtiĝus - -
προστακτική elaŭtiĝu - -

elaŭtiĝi (eo)