electroencephalography
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
electroencephalography | electroencephalographies |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- electroencephalography < electro- + encephalography
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
electroencephalography (en)
- (ιατρική) ηλεκτροεγκεφαλογραφία
- αρκτικόλεξο: EEG