elf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
elf (en)
- ξωτικό, μυθικό υπερφυσικό πλάσμα που μοιάζει με άνθρωπο χωρίς να είναι
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
elf | elfs |
elf (fr) αρσενικό
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
elf (de)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
elf (nl)