eligo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eligo < ex + lego

eligo

  1. εκλέγω
  2. επιλέγω
  3. αφαιρώ
  4. τίλλω, μαδώ, ξεπουπουλιάζω
  5. τραβώ, ξεριζώνω
  6. ξεχωρίζω