lego
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lego < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *leg-. Συγγενές με το αρχαία ελληνική λέγω (=συλλέγω, μαζεύω)
Προφορά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- legentes αναγνώστες
Ρήμα[επεξεργασία]
lego (la) (lego - legi - lectum - legere)
- lego flores συλλέγω άνθη
- lego sacra (ιερά)= ιεροσυλώ
- legο vela μαζεύω ιστία
- lego orationes et carmina λόγους και άσματα
Logis σημαίνει νόμος
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (lego, legi, lectum, legere)
|