Μετάβαση στο περιεχόμενο

ellipsis

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
ellipsis ellipses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ellipsis (en)

  1. τα αποσιωπητικά, σημείο στίξης που αποτελείται από τρεις τελείες (… ή ...)
     δείτε το σύμβολο 
  2. (γραμματική) η έλλειψη, η παράλειψη, στο λόγο, ορισμένων συστατικών στοιχείων μιας πρότασης, τα οποία εννοούνται εύκολα από τα συμφραζόμενα