emakume
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βασκικά (eu) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
emakume | emakumeak |
emakume (eu)
- η γυναίκα