embrasse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
embrasse embrasses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

embrasse (fr) θηλυκό