κορδόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κορδόνι | τα | κορδόνια |
γενική | του | κορδονιού | των | κορδονιών |
αιτιατική | το | κορδόνι | τα | κορδόνια |
κλητική | κορδόνι | κορδόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κορδόνι < (άμεσο δάνειο) βενετική cordon < λατινική chorda < αρχαία ελληνική χορδή (αντιδάνειο). Δείτε και μεσαιωνική κόρδα.[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κορδόνι ουδέτερο
- κομμάτι ειδικού σχοινιού προορισμένο για διακοσμητικό σκοπό ή σαν εξάρτημα κάποιας συσκευής
- (ειδικότερα) κομμάτι σχοινιού ή δέρματος που χρησιμοποιείται για το δέσιμο παπουτσιών
- (ειδικότερα) (συνήθως στον πληθυντικό) τα σιρίτια αξιωματικών
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δεν ξέρω να δέσω τα κορδόνια μου
- δένω/κάνω/παίρνω (κάτι) σχοινί κορδόνι
- η δουλειά πάει κορδόνι
- ξηγιέμαι κορδόνι χωρίς κόμπο
- πάω κορδόνι
- πάω κορδόνι χωρίς κόμπο
- τράβα κορδόνι!
- τραβάω κορδόνι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κορδόνι
Πηγές
[επεξεργασία]- κορδόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κορδόνι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'κορδόνι'.
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κορδόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)