καδένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καδένα | οι | καδένες |
γενική | της | καδένας | των | καδένων |
αιτιατική | την | καδένα | τις | καδένες |
κλητική | καδένα | καδένες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καδένα < μεσαιωνική ελληνική καδένα < βενετική cadena· δείτε επίσης την ιταλική catena και την ισπανική cadena (αλυσίδα) < λατινική catena
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καδένα θηλυκό
- αλυσίδα σε κόσμημα ή σε παλιό ρολόι τσέπης
- (ναυτικός όρος): αλυσίδα της άγκυρας, οποιαδήποτε ναυτική αλυσίδα
- ο σκαπτικός αυλακωτήρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)