Μετάβαση στο περιεχόμενο

fob

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fob fobs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fob (en)

  1. η καδένα, αλυσίδα για ρολόι τσέπης
  2. η τσέπη του γιλέκου όπου τοποθετείται το ρολόι τσέπης

Σύνθετα

[επεξεργασία]