Μετάβαση στο περιεχόμενο

embrouillement

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
embrouillement embrouillements

embrouillement (fr) αρσενικό