μπλέξιμο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπλέξιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μπλέκω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπλέξιμο
μπλέξιμο ουδέτερο