embryologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɑ̃.bʁi.jɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
embryologique | embryologiques |
embryologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό