Μετάβαση στο περιεχόμενο

emozione

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
emozione < γαλλική émotion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
emozione emozioni

emozione (it)