empêchement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
empêchement | empêchements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]empêchement (fr) αρσενικό
- εμπόδιο, μια αιτία να μην πραγματοποιηθεί κάτι που είχε προβλεφτεί
- il a téléphoné pour dire qu'il a eu un empêchement
- ~τηλεφώνησε για να πει ότι κάτι του συνέβη και δεν μπόρεσε να έρθει
- il a téléphoné pour dire qu'il a eu un empêchement
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη empêcher