employabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
employabilité | employabilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
employabilité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
employabilité | employabilités |
employabilité (fr) θηλυκό