enaŭtiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enaŭtiĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα enaŭtiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enaŭtiĝas enaŭtiĝanta enaŭtiĝata
αόριστος enaŭtiĝis enaŭtiĝinta enaŭtiĝita
μέλλοντας enaŭtiĝos enaŭtiĝonta enaŭtiĝota
υποθετική enaŭtiĝus - -
προστακτική enaŭtiĝu - -

enaŭtiĝi (eo)