encaisse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
encaisse | encaisses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]encaisse (fr) θηλυκό
- το χρηματικό ποσό που βρίσκεται μέσα σε ταμείο ή χρηματοφυλάκιο μιας εταιρείας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη encaisser