encoche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
encoche | encoches |
encoche (fr) θηλυκό
- η εγκοπή
ενικός | πληθυντικός |
encoche | encoches |
encoche (fr) θηλυκό