encyclopédique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.si.klɔ.pe.dik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
encyclopédique encyclopédiques

encyclopédique (fr) αρσενικό ή θηλυκό