endocrinien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endocrinien | endocriniens |
θηλυκό | endocrinienne | endocriniennes |
Επίθετο
[επεξεργασία]endocrinien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endocrinien | endocriniens |
θηλυκό | endocrinienne | endocriniennes |
endocrinien (fr)