endodermique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃.dɔ.dɛʁ.mik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
endodermique | endodermiques |
endodermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό