endossement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
endossement endossements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

endossement (fr) αρσενικό