enfilable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
enfilable | enfilables |
Επίθετο[επεξεργασία]
enfilable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να φορεθεί
ενικός | πληθυντικός |
enfilable | enfilables |
enfilable (fr) αρσενικό ή θηλυκό