enfilable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
enfilable enfilables

Επίθετο[επεξεργασία]

enfilable (fr) αρσενικό ή θηλυκό