enstaciiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enstaciiĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα enstaciiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enstaciiĝas enstaciiĝanta enstaciiĝata
αόριστος enstaciiĝis enstaciiĝinta enstaciiĝita
μέλλοντας enstaciiĝos enstaciiĝonta enstaciiĝota
υποθετική enstaciiĝus - -
προστακτική enstaciiĝu - -

enstaciiĝi (eo)