Μετάβαση στο περιεχόμενο

enzyme

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
enzyme enzymes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

enzyme (en)

  • το ένζυμο
      The enzyme is naturally present in garlic.
    Το ένζυμο υπάρχει φυσικά στο σκόρδο.



      ενικός         πληθυντικός  
enzyme enzymes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

enzyme (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]