errand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]errand (en)
- εκδούλευση, εξυπηρέτηση, θέλημα, μικροθέλημα, μικροδουλειά, κάτι που πρέπει να κάνω εκτος σπιτιού ή χώρου εργασίας, μια δουλειά, δουλίτσα
- I must go now. I have an errand to run. - Πρέπει να φύγω τώρα. Έχω μια δουλειά να κάνω.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]errand (en)
- στέλνω κάποιον να μου κάνει ένα θέλημα
- πηγαίνω να κάνω μια δουλειά