Μετάβαση στο περιεχόμενο

error

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
error errors

error (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το λάθος, το σφάλμα
      We must learn from our errors.
    Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη μας.
      I cannot rule out the possibility of an error in my calculations.
    Δεν μπορώ να αποκλείσω τη δυνατότητα ενός σφάλματος στους υπολογισμούς μου.
     συνώνυμα: mistake

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

error (es)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

error < erro

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

error (la)