esclavage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛs.kla.vaʒ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
esclavage | esclavages |
esclavage (fr) αρσενικό