Μετάβαση στο περιεχόμενο

espèce

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
espèce espèces

espèce (fr) θηλυκό