eternally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

eternally < eternal + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

eternally (en)

  1. αιώνια, πάντα, με τρόπο που υπάρχει ή συνεχίζεται για πάντα χωρίς τέλος
    I will remember/love him eternally.
    Θα τον θυμάμαι/αγαπώ αιώνια.
    I will be eternally grateful to you.
    Θα σας είμαι πάντα ευγνώμων.
  2. (ανεπίσημο) πάντα, με τρόπο που συμβαίνει συνέχεια και δεν φαίνεται να σταματά ποτέ
    He’s been complaining eternally that…
    Πάντα παραπονιέται ότι…

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]