eternally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
eternally (en)
- αιώνια, πάντα, με τρόπο που υπάρχει ή συνεχίζεται για πάντα χωρίς τέλος
- ↪ I will remember/love him eternally.
- Θα τον θυμάμαι/αγαπώ αιώνια.
- ↪ I will be eternally grateful to you.
- Θα σας είμαι πάντα ευγνώμων.
- ↪ I will remember/love him eternally.
- (ανεπίσημο) πάντα, με τρόπο που συμβαίνει συνέχεια και δεν φαίνεται να σταματά ποτέ
- ↪ He’s been complaining eternally that…
- Πάντα παραπονιέται ότι…
- ↪ He’s been complaining eternally that…
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις continuously και forever