ethnographique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛt.nɔ.ɡʁa.fik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ethnographique ethnographiques

ethnographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό