Μετάβαση στο περιεχόμενο

etimologia

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
etimologia etimologie

etimologia (it) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

etimologia (ca) θηλυκό