ετυμολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐτυμολογία

Νέα ελληνικά (el)

Χαρτογράφηση της εξέλιξης της λέξης μητέρα σε περιοχές της Ευρώπης (1921)

Ετυμολογία

ετυμολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐτυμολογία < ἔτυμος (αληθινός) + λέγω, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική étymologie < λατινικά etymologia < (ελληνιστική κοινήἐτυμολογία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ti.mo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐τυ‐μο‐λο‐γί‐α
ομόηχο: ετοιμολογία

Ουσιαστικό

ετυμολογία θηλυκό

Συνώνυμα

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετυμολογία οι ετυμολογίες
      γενική της ετυμολογίας των ετυμολογιών
    αιτιατική την ετυμολογία τις ετυμολογίες
     κλητική ετυμολογία ετυμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Άλλες βικιπαίδειες:

Μεταφράσεις

Αναφορές