everyday
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]everyday (en) (χωρίς παραθετικά)
- καθημερινός, συνηθισμένος, που χρησιμοποιείται ή συμβαίνει καθημερινά ή τακτικά
everyday (en) (χωρίς παραθετικά)