exégétique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛɡ.ze.ʒe.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exégétique | exégétiques |
exégétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
exégétique | exégétiques |
exégétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό