exclusivo
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]exclusivo (es)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exclusivo | exclusivos |
θηλυκό | exclusiva | exclusivas |
exclusivo (pt)