exculpatory

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

exculpatory < λατινική ex culpa

Επίθετο[επεξεργασία]

exculpatory (en)

  • αθωωτικός, απαλλακτικός (λέγεται για στοιχείο, μαρτυρία κλπ που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αθώωση του κατηγορουμένου ή να ελαφρύνει τη θέση του)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]